ὀψίμοθος

ὀψίμοθος
ὀψί-μοθος [], ον,
A coming late to battle, Nonn.D.28.92 codd. [suff] ὀψί-μορος, ον, dying slowly, Opp.H.1.142.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οψίμοθος — ὀψίμοθος, ον (Α) αυτός που μπαίνει καθυστερημένα σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + μόθος «μάχη» (πρβλ. θαλασσό μοθος)] …   Dictionary of Greek

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”